Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

"Σ'έχω δει κάπου κάπου σε ξέρω";;!

Αγαπημένε μου (κι όμορφε "ξένε" μου), ένιωσα την ανάγκη να σου απευθύνω ο λόγο σ'αυτή την άσχετη με σένα ανάρτηση για να σου πω ότι σ'αγαπώ(κι ας μην το μάθεις ποτέ) και μου λείπεις αφάνταστα αλλά δεν μπορώ άλλο το δράμα, το κλάμα και τον οδυρμο. Θα γυρίσω σελίδα(στο blog, όχι στη ζωή). Όχι πως δε θα μου λείπεις ή δε θα πονώ αλλά δε θέλω αυτό το blog, ας φτιάχτηκε για σένα, να καταντήσει κάτι σαν το νεκροταφείο της σχέσης μας, όπου θα θάβω όλες τις θλιβερές και πένθιμες μου σκέψεις για σένα.Όπου και να'σαι, να περνάς καλά...

Πάμε λοιπόν στο θέμα που ήθελα να παραθέσω. Πάω λοιπόν χτες μια βόλτα σε κάποιο πολυσύχναστο σημείο της πρωτεύουσας. Βολτάρω δεξιά αριστερά, χαζεύω τους περαστικούς και κάποια στιγμή κάθομαι σ'ένα παγκάκι. Λίγο παραδίπλα κάθεται ένα ζευγάρι γύρω στα 40-45. Που το ύφος τους καταλαβαίνω ότι δεν είναι και στα καλύτερά τους, η γυναίκα δε φαίνεται τόσο χάλια ψυχολογικά που ήταν για λύπηση.

Σε λλίον η γυναίκα πλησιάζει με με τρόπο. "Εχμμμ! Κάπου σε ξέρω" λαλείμου. Γυρίζω και βλέπω την, δε μου θυμίζει κάτι. Εν μου επέρασε που το μυαλό ότι κάποιος θα έλεε τούτον το πράμα για να με πιάσει στην κουβέντα (μα κόρη μου πού ζεις;;;;έλα ντε). Εγώ ευκολόπιστη όπως πάντα, τσιμπώ.
-Μα ναι;
-Ναι.
-μα εγώ εν σε ξέρω, είμαι σίουρη.
-μα πού δουλεύκεις; - μα πώς σε λαλούν; -μα πού μεινίσκεις; μα τι σχολείο/πανεπιστήμιο ετέλειωσες; (εν χρειάζεται να τα πώ ούλλα)

Εν ολίγοις, είπα της τα μισά προσωπικά μου στοιχεία μέσα σε 2' . Μάλιστα ανάφερε μου και μια κοπέλα που τη δουλειά μου ότι εν φίλη της. Φεύκοντας είχα ένα παράξενο συναίσθημα, ένιωθα ότι κάτι εν επήαιννεν καλά.

Πάω σήμερα στη δουλειά τζιαι σαν επίνναμεν καφέ, θυμούμαι το περιστατικό. Έτυχε μάλιστα να είναι δίπλα μου και η κοπέλα την οποία η κυρία στο παγκάκι ισχυρίστηκε πως ξέρει. Το και το λαλώ της, εγνώρισα την τάδε, είπε μου ότι είσαστε φίλες...

Και τότε άρχισεν το παναηριν... "Μα ποια;;", λαλεί μου η κοπέλα... "Προσεχε, μακριά τα ρούχα σου. Εγνωριστήκαμεν μια φορά τυχαία καιμετά ήβρεν από κάπου το τηλ και έπιανε με τηλ". Ακούει και μια άλλη κοπέλα παραδίπλα και αρχίζει "μα η τάδε;;;". "Α Παναγία μου, εγνώρισα την σε κάτι γενέθλια και μετά ήβρεν το τηλ μου και έπιανε με να μου πει ότι έχει προβλήματα...". Ακούει και ο συνάδελφος (εν υπερβάλλω, σοβαρομιλώ) τζιαι λαλεί μου "μα πε μου, εν μια που την λαλούν ... και έχει μια κόρη και...". Καταλαβαίνω ότι μιλούμε για την ίδια. "Πρόσεχε, μεν μπλεχτείς μαζί της. Εγνώρισα την μια φορά και...".

 Άρχισα να δρώνω και να ξιδρώνω, εψιλοτρόμαξα. Εσυνέφερε με η φωνή του μαστρου και εσταμάτησα τη συζήτηση. Ποιος ξέρει πόσα άλλα θα άκουα.

Εσχόλασα και ήρτα σπίτι προβληματισμένη. Εσυγχύστηκα κιόλας, δεν ξέρω τι να νιώσω. Να τη λυπηθώ κι εκείνη και όλους όσοι είναι απελπισμένοι και ψάχνουν καπου αποκούμπι; Να τρομάξω; Να αδιαφορήσω;

Τι να πει κανείς...


Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Ο λύκος που θρέφουμε μέσα μας...

Φανατική αναγνώστρια του Κοέλ(ι)ο δεν ήμουν ποτέ.Διάβασα 2-3 βιβλία του απλά για την εμπειρία και στο τέλος της διαδικασίας διακατεχόμουν πάντα από ένα αίσθημα ματαίωσης γιατί πάντα περίμενα από αυτόν  κάτι παραπάνω. Πρέπει να παραδεκτώ όμως ότι κάποια πράγματα που έγραψε με άγγιξαν. Όλως παραδόξως, ένα από αυτά δεν είναι το γνωστό για το σύμπαν που συνωμοτεί μαζί μας. Αν είχα να διαλέξω τι με άγγιξε περισσότερο, θα παράθετα το πιο κάτω :                 
  
" Ένα βράδυ ένας γέρος (ινδιάνος) της φυλής Τσερόκι, μίλησε στον εγγονό του για τη μάχη που γίνεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων. Είπε:

“Γιέ μου, η μάχη γίνεται μεταξύ δυο ‘λύκων’
που υπάρχουν μέσα σε όλους μας
Ο ένας είναι το Κακό. – Είναι ο θυμός, η ζήλια, η
θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονία,
η αυτολύπηση, η ενοχή, η προσβολή, η κατωτερότητα,
τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, και το εγώ.
Ο άλλος είναι το Καλό. – Είναι η χαρά, η ειρήνη, η
αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη,
η ευγένεια, ο ανθρωπισμός, η συμπόνοια, η
γεναιοδωρία, η αλήθεια.”
Ο εγγονός το σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά
ρώτησε τον παππού του: “Ποιος λύκος νικάει παππού;”
Ο γέρο- Ινδιάνος Τσερόκι απάντησε απλά:
“Αυτός που ταΐζεις.” 
Αφιερωμένο σ' εκείνους τους λιγοστούς και μετρημένους ανθρώπους της ζωής μου που δε συμπεριφέρονται σαν λύκοι που κατασπαράζουν πρόβατα...

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Περί ψηφιακού χάσματος και άλλων καινών δαιμονίων

Όπως ανακάτευκα προχτές μες τα άρθρα και τα βιβλία για να γράψω καμιάν αράδα για τούντην γέριμην την εργασία του μεταπτυχιακού, ήβρα μιαν αναφορά για το "ψηφιακό χάσμα" τζιαι πάλε εθυμήθηκά σε(όι πως περνά ώρα της μέρας που να μεν σε θυμηθώ. άραγε εσύ θυμάσαι με;;;).

Εθυμήθηκα λοιπόν,(όσον άσχημο κι αν ακούεται) που τεχνολογικά ήσουν στουρνάρι και που εμίσας θανάσιμα την τεχνολογία. Άκους κομπιούτερ τζιαι επρασίνιζες. Άκουα κομπιούτερ τζιαι άνθιζεν η ψθσιή μου. Άκουες ίντερνετ τζιαι έφκαλες τζιέρατα. Άκουα ίντερνετ τζιαι έκμανα κωλοτούμπες. Οι λέξεις e-mail, chat τζιαι forum (όταν σου έδειξα τι είναι) εσηκώναν την πίεσή σου στο 25. Εμέναν εκάμναν με να χαμογελώ ανέλπιστα. Αυτό κι αν ήταν ψηφιακό χάσμα. Εσύ να θεωρείς πως η τεχνολογία ήταν ο αντίχριστος, εγώ να νομίζω πως είναι ένα κομμάτι του παραδείσου...


Για μένα το ίντερνετ και οι λοιπές τεχνολογίες ήταν ανέκαθεν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου, ένας συναρπαστικός κόσμος που μου επρόσφερε ό,τι δε μου επρόσφερε η καθημερινότητα και η βαλτωμένη ρουτίνα της ζωής που εζούσα. Εν εμπορούσα να ζήσω μέρα μακριά τους (εν έπαθα εξάρτηση, όσον κι αν θέλεις να μου το πιστώσεις). Έμπασα σε και σένα σε τούτον τον κόσμο, στον κόσμο της τεχνολογίας, στον κόσμο μου γιατί ήσυν κι εσύ ο κόσμος μου και ήθελα τα δύο να συυπάρχουν. Επερίμενα να ενθουσιαστείς, να διευκολυνθείς, έστω να παραδεκτείς ότι ήβρες έστω και κάτι ενδιαφέρον.Εις μάτην!

Εσύ έμπαινες στο ίντερνετ μόνο για να με ελέγχεις, τι κρίμα που άργησα να το καταλάβω! Έβλεπες παντού διαδικτυακούς εχθρούς και έκαμνες συνέχεια σενάρια για το τι κάμνω και με ποιον μιλώ. Εζούσες μες την ανασφάλεια και το άγχος. Εθεωρούσες ότι ούλλοι μπαίνουν στο ίντερνετ με υστερόβουλους σκοπούς. 'Οταν έβλεπες εισερχόμενα e-mail στο λογιαριασμό μου έπιανε σε το parkisson, επαραλογίζεσουν, εφώναζες. Όταν έγραφα σε κανένα forum, έβλεπες εφιάλτες. Όταν εδοκίμαζα κνένα καινούριο παιχνίδι, εθεωρούσες ότι έπαιζα τη σχέση μας κορώνα-γράμματα. 

Τι να σου πω! Εξήγησά σου τα χίλιες φορές! Αλλά εσύ επέμενες να νομίζεις ότι οι "δούρειοι ίπποι" και οι "ιοί" εν επίδοξοι επιβήτορες εραστές μου, ότι το facebοοκ εν διαδικτυακά καλλιστεία ανάδειξης του ομορφότερου προσώπου και το hotmail πονηρή σελίδα με "καυτό" περιεχόμενο.

Αφού είδα και απόειδα και δεν κατάφερα να σε μεταπείσω, αναγκάστηκα να κόψω το ίντερνετ και να ζω μες το τεχνολογικό σκότος, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή εν να φωτιστεί το δικό σου μυαλό τζαι να έβρω την ησυχία μου. Για άλλη μια φορά εις μάτην!

Έκαμες τόση φασαρία για τούτους ούλλους τους διαδικτυακούς εχθρούς σου, για τους ηλεκτρονικούς επίδοξους ερωτίλους που ενόμιζες ότι με φλερτάρουν, για τους  επιβήτορες που παραμονεύουν μες στον υπολογιστή μου έτοιμοι να με απομακρύνουν που την αγκαλιά σου και να με κατασπαράξουν. Τόση φασαρία... Και τωρά πού είσαι;;;;; Έφυες μιαν καλή μέρα για μιαν ασήμαντη αφορμή και άφησες με δαμέ να κλαίω παρέα με τον υπολογιστή μου(που τόσο θανάσιμα μισούσες) να γράφω τούτην την ανάρτηση (τούτην και άλλες τόσες) μέσα σ' ένα ανώνυμο blog πέρκι έβρει γιατρειάν η ψυσιή μου...

Περί ψηφιακού χάσματος λοιπόν...  Και για πολλοστή φορά, η ψυχή μου σμπαράλια... (άτε ψυσιή μου, άσπρο πάτο, άτε να πάμε παρακάτω)

 

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Live, love, forgive...

Είδα σε να περπατάς σκυφτός στο πεζοδρόμιο κρατώντας 1-2 βιβλία υπό μάλης. Κούτσαινες και τα σημάδια του χρόνου ήταν εμφανή πάνω στο ταλαιπωρημένο σου πρόσωπο. Φορούσες εκείνο το μαύρο δερμάτινο σακάκι που σε είδα δεκάδες φορές να φορείς. Ήσουν τόσο οικείος και τόσο ξένος ταυτόχρονα...

Για μια στιγμή αμφιταλαντεύτηκα. Να λουφάξω μέσα στο κάθισμα και να σε αφήσω να με προσπεράσεις; Να μείνεις στη ζωή μου αυτό που είσαι και για το πεζοδρόμιο, ένας περαστικός; Να ανοίξω άραγε την πόρτα του αυτοκινήτου και της ζωής μου και να σε αφήσω να μπεις;

Οι σκέψεις πέρασαν κι έφυγαν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Δεν ξέρω πότε πρόλαβα να αποφασίσω και πότε βρέθηκα να σου σφίγγω το χέρι στο πεζοδρόμιο δίνοντας σου ευχές για τη νέα χρονιά. Η φωνή μου διέκοψε το ρυθμό σου. Το κουτσό σου περπάτημα σταμάτησε. Η αναπνοή σου κόπασε. Τα μάτια σου συναντήθηκαν με τα δικά σου. 

Περίμενα μια ανταπόκριση, ένα μορφασμό έστω στο ζαρωμένο σου πρόσωπο. Τίποτα. Σιωπή. Αμηχανία. Δε με αναγνώρισες! Απογοητεύτηκα. Σου εξήγησα ποια είμαι. Με ξανακοίταξες με ένα απλανές, απορημένο βλέμμα, μου χαμογέλασες από ευγένεια(ή αμηχανία). Σου ξανάδωσα το χέρι. "Καλή χρονιά!". Και ξανατράβηξε ο καθένας το δρόμο του.

"Εκφυλισμός του εγκεφάλου" είπε ωμά ο ξάδελφος, οταν αναφέρθηκα στη συνάντηση. "Φθορά του μνημονικού ίχνους" έλεγε κάποτε εκείνος ο ψηλόλιγνος μεσήλικας καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Αμνησία. λήθη, Αλτσχάιμερ, γεράματα.. 

Κι εγώ που τόσο καιρό έκανα μακροσκελείς οργισμένους διαλόγους (μονολόγους για την ακρίβεια) με το μυαλό μου και σε κατσάδιαζα για όλα όσα συνέβησαν. Κι εγώ που καθόμουν εδώ χολιασμένη και τα έβαζα μαζί σου που με αδίκησες, που εκμεταλλεύτηκες την καλή μου διάθεση να σε βοηθήσω, που.. που...  Πόσο ανόητη ένιωσα να κρατάω κακία σε κάποιον που δε θυμάται πια καλά καλά το όνομά του!

Πόσο μάταια, πόσο ψεύτικα, πόσο πρόσκαιρα είναι τελικά όλα σ'αυτή τη ζωή;


Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Καλωσόρισες καρδιά μου. να'ρχεσαι συχνά...

 Ήρθες πάλι στον ύπνο μου και σήμερα και τρύπωσες μες το μυαλό μου σαν το τερμίτη που τρυπώνει λαθραία μέσα στο ξύλινο έπιπλο. Ένα έπιπλο που φαίνεται λουστραρισμένο και καλοφτιαγμένο απ' έξω μα μέσα του του'χει φάει τα σωθικά το σκουλήκι. Έχεις γεμίσει τις σκέψεις και τις αναμνήσεις μου με τρύπες και λαγούμια και πηδάς με ευφάνταστη ευκολία από τη μια στην άλλη, τρυπώνεις παντού κι αφήνεις τ'αποτύπωμά σου. Ήρθες πάλι στον ύπνο μου σήμερα κι άρχισες να μου μιλάς κάπου πίσω απ' τ' αυτί λέγοντάς μου όλ'αυτά που δε σ'αφήνω να μου πεις στο ξύπνιο μου...  Ξύπνησα κι είχα σαν χάδι ακόμα τη φωνή σου μες τη σκέψη μου. Άραγε να τριγυρίζω κι εγώ λαθραία μες τα όνειρά σου; Καλωσόρισες καρδιά μου, να'ρχεσαι συχνά...


"Tώρα που μας χωρίζουνε βουνά
Από λόγια αλόγιστα και θάλασσες
Να έρχεσαι συχνά στον ύπνο μου
Να 'ρχεσαι πιο συχνά με αερόστατο, με ξύλινο τρενάκι
Με τρεχαντήρι, υπερωκεάνιο, με τα πόδια...
Να 'ρχεσαι πάντως
Εξάπαντος να 'ρχεσαι κάθε νύχτα
Με ρούχα ή χωρίς
«Σουσάμι άνοιξε» θα λέω τρεις
Και θα σε μπάζω στ' όνειρο
Στο ίδιο όνειρο, πολύχρωμα μπαλόνια
Που τα πήρε ο αέρας να τα πάει μακριά μια πάνω
Και μια κάτω μεθυσμένα
Έλα στον ύπνο μου, σε περιμένω
Να καθαρίζουμε παρέα φρεσκα φασολάκια
Να τρώμε καρμπονάρα,
Να σε ταΐζω μενεξέδες, κουκουνάρια
Και να σε πασπαλίζω φεγγαρόσκονη, θα δεις
Ανάμεσα σε ερωτιδείς κι αγγέλους να πετάς εσύ, μαζί κι εγώ
Κι αν θέλεις θα γινόμαστε ακροβάτες,
Ηθοποιοί σε θίασο πλανόδιο, έλα
Στο ίδιο όνειρο εμείς οι δυο να παίζουμε τρίλιζα
Στα κατώφλια του καλοκαιριού
Σε πύργους από φίλντισι κι ακριβό βελούδο,
Να κυνηγιόμαστε στο μυρωμένο λιβάδι
Των αισθήσεων, των παραισθήσεων,
Να σε φτάνω, να σ' αγγίζω, να σε πιάνω
Να 'μαι τα χέρια εγώ κι εσύ το πιάνο
Και να σε τραμπαλίζω
Και να σου φτιάχνω κούνια σ' ανθισμένη κερασιά
Να σε κουνώ, να σε ταρακουνώ
Μόνο να έρχεσαι στον ύπνο μου κάθε νύχτα
Τ' άλλα θα στα πω στ' αυτί
Γιατί τα όνειρα σαν τα θαύματα είναι
Βγαίνουν αληθινά μόνο αν τα πιστεύεις.."
Χρήστος Μπουλιώτης